- ιωδιούχος
- ος, ο[ν] йодистый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιωδιούχος — ο (για χημικές ενώσεις ή φάρμακα) αυτός που περιέχει ιώδιο, όρος που χρησιμοποιείται στη χημεία για να χαρακτηρίσει μια ένωση τού ιωδίου με ένα άλλο χημικό στοιχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. iodide < iod (< γαλλ … Dictionary of Greek
ιωδιούχος — α, ο αυτός που περιέχει ιώδιο: Ιωδιούχο φάρμακο. – Ιωδιούχο κάλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
θυρεοσφαιρίνη — η (βιοχ.) ιωδιούχος πρωτεΐνη που απαντά στα θυρεοειδή θυλάκια και αποτελεί την αποθηκευτική μορφή τού θυρεοειδικού ιωδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreoglobuline < thyreo (πρβλ. θυρεο ειδής) + globul ine … Dictionary of Greek
τρισιωδιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν (χημ) (για ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριο του τρία άτομα ιωδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + ιωδιούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… … Dictionary of Greek